κοσμηματοπωλείο

κοσμηματοπωλείο
bijouterie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”